- πλεομελής
- πλεο-μελής, ές,A with more than the normal number of limbs, coined word in Iamb.in Nic.p.32 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεομελής — with more than the normal number of limbs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεομελής — ές, Α αυτός που έχει περισσότερα από το φυσιολογικό μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ μελής] … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek